Κηφήνες

Κηφήνες
Μυθολογικός λαός. Γενάρχης του θεωρείται ο Κηφέας. Κατά την επικρατέστερη γνώμη πολλών συγγραφέων, πρόκειται για τους Αιθίοπες, των οποίων η χώρα ονομαζόταν επίσης Κηφηνία. Ο Ελλάνικος τους ταύτιζε με τους Χαλδαίους, ενώ ο Ηρόδοτος και ο Αρριανός αναφέρουν πως έτσι αποκαλούσαν παλαιότερα οι Έλληνες τους Πέρσες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Κηφῆνες — Κηφήνης masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηφῆνες — κηφήν drone masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέλισσα — Κοινή ονομασία υμενοπτέρων εντόμων της υπεροικογένειας apοidea, στην οποία περιλαμβάνονται συνολικά 19 οικογένειες με 3.000 περίπου είδη. Όλες οι μ. στηρίζονται στη γύρη ως μοναδική πηγή πρωτεϊνών και στο νέκταρ ως πηγή ενέργειας. Για τον λόγο… …   Dictionary of Greek

  • κοινωνικά έντομα — Χαρακτηρισμός που δίνεται συχνά σε έντομα όπως οι μέλισσες, τα μυρμήγκια και οι τερμίτες, τα οποία συνηθίζουν να ζουν σε οργανωμένες ομάδες, όπου παρατηρείται καταμερισμός εργασίας. Τα κ.έ. μοιράζονται κοινoύς πόρους, όπως καταφύγιο, άμυνα ή… …   Dictionary of Greek

  • Thräne (2), die — 2. Die Thräne, plur. die n, eine Art Bienen, welche größer und stärker, als die gewöhnlichen Arbeitsbienen sind, und deren es in jedem Stocke eine gewisse Anzahl gibt. Sie sind von vielen, obgleich ohne Grund, für die Männchen der Bienen gehalten …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • PERSES — I. PERSES Aegei et Medeae fil. Stephano; aliis Persaeo ex Andromeda genitus, Persarum genti nomen dedit, quum prius Κηφῆνες dicerentur, vide Herodot. l. 7. Agatharchides ἔκγονον, i. e. nepotem, Perlei vocat, quem plerique Graeci Persarum nominis… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • PERSIA — quae Persis Ptol. Plin. l. 6. c. 25. et Melae, l. 1. c. 2. Farstan, et Farsistan incolis, teste Castaldô, Provincia Asiae notissima atque clarissima, inter Susianam ad occasum, et Carmaniam ad ortum; atque inter Parthiam ad Boream et sinum… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Πέρσης — Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Γιος του τιτάνα Κρείου και της Ευρύβιας. Ήταν πατέρας της Εκάτης από την Αστερία, την αδελφή της Λητούς. Το προελληνικό αυτό όνομα σχετίζεται με θεότητες του κάτω κόσμου, για παράδειγμα, Περσεφόνη,… …   Dictionary of Greek

  • διαφοροποίηση — Η μεταβολή ομοίων πραγμάτων σε διαφορετικά. (Βιολ.) Όρος που σημαίνει βασικά εξειδίκευση. Υπό αυτή την έννοια, η δ. ορίζεται ως η πορεία που ακολουθείται από ένα σύνολο όμοιων κυττάρων, ώστε να δημιουργούνται πολλοί διαφορετικοί δομικά και… …   Dictionary of Greek

  • κηφήνας — ο (Α κηφήν, ῆνος) 1. η αρσενική μέλισσα («τὰς μὲν μελίττας εἰσδύεσθαι, τοὺς δὲ κηφῆνας μή, διὰ τὸ εἶναι αὐτοὺς μείζους», Αριστοτ.) 2. μτφ. άνθρωπος οκνηρός και άεργος που ζει εις βάρος τών άλλων, παράσιτο νεοελλ. ζωολ. μέλος μιας κάστας… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”